χρυσώματος

χρυσώματος
χρύσωμα
that which is made of gold: neut gen sg

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χρυσώματος — χρύσωμα that which is made of gold neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοξαράς — I Επώνυμο επτανησιακής οικογένειας με καταγωγή από τη Μάνη, μέλη της οποίας υπήρξαν γνωστοί ζωγράφοι, κληρικοί και στρατιωτικοί. 1. Δημήτριος (; – 1771). Ζωγράφος και στρατιωτικός. Ήταν γιος του Παναγιώτη (βλ. 4.) και αδελφός του Νικόλαου (βλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”